ποτνιῶ

ποτνιῶ
ποτνιάομαι
cry
pres imperat mp 2nd sg
ποτνιάομαι
cry
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποτνιώμαι — άομαι, ΜΑ [πότνια] (το μέσ. και σπαν. το ενεργ. ποτνιῶ, άω) 1. οδύρομαι, θρηνώ από τρόμο ή θλίψη 2. ικετεύω θρηνητικά («ἡ Καλπουρνία... ἔδοξε ποτνιᾱσθε καὶ δακρύειν», Πλούτ.) αρχ. 1. επικαλούμαι με δυνατή φωνή κάποιον ή κάτι 2. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • συμποτνιάζω — Μ [ποτνιῶ / ποτνιάζω] μετέχω κι εγώ σε θρήνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”